παραβλαστητικός

παραβλαστητικός
παραβλαστ-ητικός, ή, όν,
A inclined to put out offshoots, ib.1.3.3, 1.5.1, 1.6.5, al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραβλαστητικός — ή, όν, Α [παραβλαστάνω] (για φυτό) αυτός που έχει τάση να βγάζει παραφυάδες …   Dictionary of Greek

  • παραβλαστητικά — παραβλαστητικός inclined to put out offshoots neut nom/voc/acc pl παραβλαστητικά̱ , παραβλαστητικός inclined to put out offshoots fem nom/voc/acc dual παραβλαστητικά̱ , παραβλαστητικός inclined to put out offshoots fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβλαστητικόν — παραβλαστητικός inclined to put out offshoots masc acc sg παραβλαστητικός inclined to put out offshoots neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβλαστητικαί — παραβλαστητικός inclined to put out offshoots fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβλαστητικήν — παραβλαστητικός inclined to put out offshoots fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβλαστικός — ή, όν, Α [παραβλαστάνω] παραβλαστητικός* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”